αντίκλητος

αντίκλητος
ο
πληρεξούσιος άλλου, που μένει μακριά, για να τον αντιπροσωπεύσει σε δικαστήριο του τόπου όπου αυτός (ο πληρεξούσιος) μένει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντίκλητος — ο πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να παραλαμβάνει ως εκπρόσωπος άλλου τα διαδικαστικά έγγραφα που επιδίδονται στον εντολέα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”